Πώς έγινε το Καραμούζειο Γυμνάσιο και ο «πόλεμος» Αστακού-Κατουνας
Γράφει η Αλέκα Κατσάνου
Οι περισσότεροι Αστακιώτες γνωρίζουμε ότι το Καραμούζειο Γυμνάσιο Αστακού είναι δωρεά του γυμνασιάρχη Γεώργιου Καραμούζη, ο οποίος αποταμίευε σε όλη του τη ζωή έχοντας αυτό το σκοπό.
Λιγότεροι, όμως, γνωρίζουν πόσο σπαρτιατικά ζούσε, τόσο λιτά που μετρούσε ακόμα και τις ελιές που αγόραζε για να φάει, αφού ο μισθός του εκπαιδευτικού ήταν πενιχρός.
Μέσα από το βιβλίο του “Ιστορίες από τον Αστακό” ο Οδυσσέας Ζούλας μας δίνει και κάποια άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα από προσωπικά του βιώματα για το πώς έφτασε τελικά να δημιουργηθεί το Γυμνάσιο.
*στη φωτογραφία, ο γυμνασιάρχης καμαρώνει μπροστά από το επίτευγμα της ζωής του
ΚΑΡΑΜΟΥΖΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ
Κινούμενος εκ φιλοπατρίας μεγίστης και φλογερός εραστής του χωρίου μας, διότι ο μέγας Θουκυδίδης αρκούντως το σημειώνει εις τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον-τουτέστιν τον πελοποννησιακόν- ο Γυμνασιάρχης ημών Καραμούζης Γεώργιος ανήλθεν επί του εξώστου του κοινοτικού καταστήματος του Αστακού, δραττόμενος ποιας τινός εθνικής εορτής και εκφωνήσας λόγον εις γλώσσαν ανάλογον με την εισαγωγήν του παρόντος διηγήματος, εκήρυξε την έναρξιν παναστακικού εράνου υπέρ ανεγέρσεως γυμνασιακού κτιρίου και τούτο διότι σπουδαία απειλή επεκρέματο επί του ενδόξου Αστακού, καθ΄όσον άλλο χωρίον του Ξηρομερίου, η Κατούνα, επεζήτει επιμόνως την ίδρυσιν Γυμνασίου, ως διαθέτουσα ίσον αριθμόν κατοίκων, επιπροσθέτως δε κοινοτικόν οικόπεδον και μίαν δωρεάν ομογενούς του Σικάγου, όστις απέστειλε «τσέκι» εις την Α.Τ.Ε. Αγρινίου, πληρωτέον επί τη εμφανίσει της εγγράφου αδείας του υπουργείου Παιδείας προς ανέγερσιν του Γυμνασίου.
Φόβος, λοιπόν, μέγας και ταραχή έπεσε στη συγκέντρωση ότι θα χάναμε το Γυμνάσιο ενώ δεν έπρεπε να το χάσωμε γιατί πραγματικά ο Αστακός συγκέντρωνε τα περισσότερα πλεονεκτήματα. Είχε πληθυσμό στα χρόνια εκείνα του 193… γύρω στους 5000. Είχε θάλασσα. Είχε πλατέα μεγάλη. Ναό-του Αγίου Νικολάου-περίλαμπρο. Συγκοινωνία χερσαία και θαλασσία κάθε μέρα. Ανταπόκριση με Αρίνιο-Μεσολόγγι-Πάτρα, πράματα που η μεσόγεια Κατούνα δεν είχε. Το μόνο που είχε ήταν το παζάρι όπου ανθούσε το εμπόριο σαγμάτων, πετάλων, κάρων και υποζυγίων. Ναι, ήταν κόμβος εμπορικός η Κατούνα ενώ εμείς είμασταν περισσότερο κέντρο αστικό. Για όλα αυτά που σας είπα, θέλαμε και το Γυμνάσιο. Εδώ όμως το επιχείρημά μας μας το ανέστρεφαν οι Κατουνιώτες λέγοντας ότι αφού έχετε τόσα πράγματα, γιατί θέλετε και το Γυμνάσιο. Αφήστσε να πάρωμε και μεις κάτι.
Αλλά πού να βρουν το δίκιο τους οι έρημοι. Εμείς είχαμε και ντόπιους πολιτικούς, που μας υποστήριζαν στην Αθήνα. Είχαμε βγάλει και Ολυμπιονίκη στη σκοποβολή, τον ημίθεο Ηρακλή Καρασεβδά- ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του. Ήταν κι αυτός στη συγκέντρωση αρματωστολισμένος και αγρίευε με το βλέμμα σαν ο Καραμούζης απαριθμούσε στην καθαρεύουσα τους επικειμένους κινδύνους.
Δίπλα στον Καραμούζη στεκόντουσαν εκατέρωθεν οι ιερείς, που ξέρετε από άλλα διηγήματα, δηλαδή ο βλοσυρός Παπαλάζαρος και ο αγαπητός Παπούλης. Ο πρώτος υπογράμμιζε τα λόγια του Γυμνασιάρχη με κοφτό κίνημα της γενειάδας και ο δεύτερος τράβαγε απανωτά τρεις σταυρούς υπέρ της ευοδώσεως του εράνου.
Αυτή την εικόνα κρατώ από τα άγια εκείνα χρόνια του 193…παιδί ξυπόλυτο και ελεύθερο μαζί με την αχώριστη παρέα μου, το Γιώργο Καϋμενάκη. Βλέπαμε τον Γυμνασιάρχη να μιλάει χωρίς να καταλαβαίνουμε λέξι. Από τις γενικές κραυγές, τα ζήτω και τις εκφράσεις των μεγάλων, καταλάβαμε τον κίνδυνο που διατρέχαμε. Λίγο, βέβαια, μας ένοιαζε. Αλλά η σύναξι ήταν ζωηρή. Ο καιρός ανοιξιάτικος και διαλυτικός κι η θάλασσά μας ήσυχη και καταγάλανη, όπως ξέρει νάναι το Ιόνιο πέλαγο την Άνοιξι, σαν μερωμένη γυναίκα μετά από τα καπρίτσια του χειμώνα.
Ο Καραμούζης τελείωσε κάπως έτσι το λόγο του. «Διαθέτω εφεξής, αγαπητοί συμπατριώται, ολόκληρον τον μισθόν μου υπέρ του ιερού τούτου σκοπού και σας προτείνω να δώσητε και ημείς τον οβολόν σας εις τον προς τούτο δίσκον της Εκκλησίας από της επομένης Κυριακής».
Χειροκροτήσαμε και ζητοκραυγάσαμε. Εκείνο όμως που μας ενθουσίασε περισσότερο ήταν η αγριοφωνάρα του Καρασεβδά: «Θα πλέξ΄του μουσχάρ στο αίμα αν μας πάρνι του Γυμνάσιου».
Πόλεμος λοιπόν, και τους Κατουνιώτες. Πόλεμος με δίσκους στην εκκλησία. Έπεφτε το τάλληρο με το φοίνικα βροχή. Έπεφτε και ο βαρύς μισθός του Γεωργίου Καραμούζη και μέσα σε μισό χρόνο είμασταν έτοιμοι. Ναι, τόσο μεισματάρηδες είμαστε όταν θέλουμε. Δε μας ξέρετε καλά. Ε, μάθετε πως από τα αρχαία χρόνια, χάρις στον ναύαρχο Εύαρχο η Αθηναϊκή συμμαχία είχε το κεφάλι της ήσυχο στη δυτική Ελλάδα. Μάθετε πως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στα χώματά μας έστησε το στρατόπεδό του για να βοηθήσει το Μεσολόγγι στη δεύτερη πολιορκία. Μάθετε πως το σύνταγμά μας, το περίφημο 239, πρώτο βγήκε στο 12,13, και μόνο του σήκωσε την πρώτη μπόρα του Αλβανικού πολέμου. Μάθετε ακόμη πως βγάζαμε τα καλλίτερα καρπούζια, πριν μας έλθουν οι χωροταξικές μελέτες με την προγραμματισμένη καλλιέργεια και άλλες απατεωνιές. Τώρα βγάζομε στάρι όπως και ο Καναδάς – μη χειρότερα.
Ο έρανος πήγαινε καλά. Το μόνο σύννεφο στην ομόνοια που μας έδενε ήταν ο αδερφός του γυμνασιάρχη Καραμούζη, ο Νώντας. Τσακωμένος χρόνια με τον αδελφό του, τόσο που από το ίδιο σπίτι ξεκινώντας κατέβαιναν από χωριστούς δρόμους στο παζάρι μη συναντηθούν. Μίσος βαθύ, άγριο, σκοτεινό. Η αιτία δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Ο Νώντας αντιδρούσε στον έρανο λέγοντας χαρακτηριστικά στα καφενεία ότι «ιγώ θα τα φάου μι τς’ πριμαντόνις τουν Πατρών». Αυτό ήταν η μόνη παραφωνία.
Ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου ο Καραμούζης κατέβηκε από το λεωφορείο και επέδειξε στον κόσμο την άδεια του υπουργείου, όπως ο Τσάμπερλαιν έδειξε στο Λονδίνο το σύμφωνο του Μονάχου. Όλα είχαν έρθει κατά Θεού μεριά. Όλα, όλα, εκτός από την 28η Οκτωβρίου 1940. Καταλαβαίνετε, δεν είναι ανάγκη να σας πω…
Δούλευα συγκινημένος στο δημοσιογραφικό μου γραφείο γιατί λίγο πριν είχα δει στα επίκαιρα την έξοδο του Λεόνωφ στο διάστημα. Ήταν ο πρώτο άνθρωπος που βγήκε στον κοσμικό χώρο, σαν νεογέννητο παιδί κρεμασμένο από το λώρο του θαλαμίσκου του και αδέξια και σιωπηλά έκανε τα πρώτα του βήματα στη νέα εποχή του ανθρώπου. Θυμάμαι πως δάκρυσα από την πολλή συγκίνησι. Το γεγονός κατακυριάρχησε επάνω μου και δεν μπορούσα να εργασθώ. Είχα πολυλογία ακατάσχετη και ενθουσιασμό ανεξήγητο. Βγήκα στους δρόμους και με βήμα αλαφρύ ανέβαινα την Σταδίου. Πήγα μέχρι το υπουργείο Παιδείας να δω κανένα συνάδελφο να ξεσκάσω. Εκεί βρήκα μία πρόσκλησι που δεν περίμενα. «…Εις τα εγκαίνια του Γυμνασίου Αστακού Αιτολακαρνανίας ανεγερθένος κατόπιν δωρεάς του συνταξιούχου Γυμνασιάρχου Γεωργίου Καραμούζη».
Πήρα την πρόσκλησι και πήγα στο Γενικό Γραμματέα του υπουργείου. «Ναι, είναι ένας συμπαθητικός άνθρωπος, ανάπηρος μάλιστα από το δεξί χέρι. Από το 1945 μαζεύει χρήματα βάζοντας το μισθό του και μάζεψε 900 χιλ. περίπου. Ήλθε εδώ προχθές και μου έδωσε την πρόσκλησι. Ο υπουργός ενέκρινε άλλο ένα εκατομμύριο για να κτισθεί το Γυμνάσιο με όλα τα σύγχρονα εφόδια. Θα έλθετε στον Αστακό; «Ναι, θα έλθω».
Σαν περάσαμε τη γέφυρα του Αχελώου χιόνιζε πυκνά. Σκεπασμένες από χιόνι οι βαλανιδιές, φάνταζαν άγρια στο λιτό τοπίο του Ξηρομέρου, που ο Αχελώος κάνει τα πάντα να πρασινίσει τις ξερές του πέτρες. Προχωρούσαμε με δυσκολία στο λασπωμένο δρόμο. Σ΄όλο το ταξίδι ήμουν αμίλητος. Καθόμουνα πίσω με τον διευθυντή Μέσης Εκπαιδεύσεως κ. Παπανικολάου. Μπροστά μας καθότανε ο Γενικός κ. Χρ. Σολωμονίδης. Μέχρι να φτάσωμε στο Ρίο είμουνα ένας πολιτισμένος άνθρωπος. Μόλις διαβήκαμε το Αντίρριο και πέσαμε στα χώματα της Κλεισούρας, κοντά στο Μεσολόγγι, έγινα απόκοσμος σα γέροντας. Αιτωλικό, Νιοχώρι, Πεντάλοφος, Κρυονέρι. Ονόματα για μένα που κλείναν ιστορίες και συγκινήσεις και πανηγύρια και αναμνήσεις της παιδικής ζωής. Και είχα χρόνια είκοσι να δω τα χώματα της πατ΄ριδας και συγκινήθηκα.
-Αυτός ο δρόμος είναι απαίσιος, πότε θα φτάσωμε άραγε;
-Μόλις ανεβούμε τις Ποδαριές θα φανεί ο Αστακός. Την απάντησι την έδωσα αυτόματα χωρίς να το καταλάβω. Φαίνεται πως στο Γενικό έκαμε εντύπωσι γιατί με ρώτησε.
-Ποιες Ποδαριές;
-Να, αυτό το βουνό που ανεβαίνουμε έτσι το λένε.
-Πώς το ξέρετε;
Δεν ξέρω γιατί κοκκίνησα κει γυάλισαν τα μάτια μου πριν δώσω την απάντησι.
-Από εδώ είμαι.
Τότε μπροστά μας έγινε κάτι πολύ θεαματικό. Το αυτοκίνητο παίρνοντας την τελευταία στροφή, λούστηκε στον ήλιο, στην άπνοια και στην γαλήνη. Ένας μικρός κόλπος φάνταζε μπροστά μας. Δεξιά, καταπράσινος κάμπος με εληές, μυγδαλιές, αμπέλια και ένα ποτάμι, που νωχελικά χυνότανε στη θάλασσα. Απέναντί μας ο Αστακός με τα παμπάλαια αρχοντικά, τα τριώροφα και τετραώροφα. Με τον μώλο γεμάτο από κίνησι. Με τον Άγιο Νικόλαο να ξεχωρίζη από μακρυά και στους γύρω λόφους με αφροντισιά σπαρμένες οι γειτονιές του χωριού μας.
-Για σταθείτε, φώναξε ο Γενικός. Τι πράμα είναι τούτο που βρισκόμαστε. Περίμενα να δω ένα χωριό σαν τα άλλα που περάσαμε. Πώς είναι έτσι χτισμένος.
Κατεβήκαμε κάτω και αποθαυμάσαμε όλη τη θέα. Πάνω από τον Αστακό υψωνότανε κατάμαυρη από τις βροχές η Βελούτσα. Όγκος ορεινός και δύστροπος. Βάνει γερά τις πλάτες της στο βοριά και μας προστατεύει. Μετά δεξιά κι αριστερά χαρίζεται σε απαλές κλιτύες και μας δίνει κάμπο εύφορο και ακρογυάλια με μύριους κολπίσκους και νησάκια. Στο βάθος το Ιόνιο γαλάζιο και πιο γαλάζια η Κεφαλλωνιά, το Θιάκι, η Ζάκυνθο θέαμα πανοραμικό γεμάτο χρώματα, γεμάτο χλωρίδα αλλά και γυμνές οξείες ράχες. Μοναστήρια με εκκλησίες και πλαγιές δασωμένες, άγριοι και απρόσιτοι λειμώνες των αιγοπροβάτων και των τσοπάνηδων. Καΐκια και βάρκες στολισμένες –λόγω των εγκαινίων- στον μώλο και σε μια κορφή τα κάστρα των Ενετών, που κάποτε υπήρξαν των Πελασγών για να γίνουν με τη σειρά τους ακρόπολι του Βασιλέως Αστάκου και ορμητήριο των σκληρών κατοίκων του αρχαίου μας τόπου.
-Βλέπω τα ξέρετε όλα. Αλλά για πήτε μου πώς είναι χτισμένα τα σπίτια;
-Αυτό είναι μια άλλη ιστορία κ. Γενικέ. Όταν οι Εγγλέζοι πούλησαν την Πάργα στον Αλή πασά, ο πληθυσμός της έφυγε και οι μεγάλες οικογένειες –οι φάρες- τράβηξαν άλλοι για Κέρκυρα κι άλλοι κατά νοτιά. Πολλοί στάθηκαν εδώ στον Αστακό και χτίσαμε τα σπίτια μας κατά πώς τα χτίζαν τον 18ο και 19ο αιώνα στην Πάργα και στα επτάνησα. Για τούτο και τα ονόματά μας έχουν κατάληξι –ας- γιατί κρατάμε από την Πάργα.
-Πολύ ωραία είναι όλα αυτά. Μα το Θεό, μου άρεσαν όλα. Αγάπησα την πατρίδα σας και την γνώρισα με αυτό τον πρωτότυπο τρόπο από μακρυά βλέποντάς την και ακούγοντας το παρελθόν. Λοιπόν, ας πηγαίνουμε.
Στο τραπέζι της γιορτής κάθησαν πεντακόσιοι κι απάνω άνθρωποι. Τους γνώριζα όλους τους παλιούς. Ρωτούσα τους διπλανούς μου για τον τάδε. Πέθανε. Για τον άλλο. Ταξιδεύει. Για τον τρίτο. Στον Καναδά. Αχ, δε μπορούσα να κάτσω στο τραπέζι. Αυτούς που γνώριζα άντρες θεριά στα 45 χρόνια, τώρα τους έβλεπα, όσους υπήρχαν ακόμα, γύρω στα 80 να κάθονται κουρνιασμένοι και μικρόσωμοι στις καρέκλες. Δε βαρυέσαι, χρόνος πανδαμάτωρ αδελφέ μου, είπα μέσα μου για να κρατηθώ.
Εκείνη την στιγμή σηκώθηκε ο Γεώργιος Καραμούζης. Τον κρατούσαν δύο μαθηταί του Γυμνασίου φορώντας τα πηλίκια με τις κουκουβάγιες. Άρχισε να μιλάει με φωνή σβησμένη και κόπο μεγάλο. «Σήμερον, αγαπητοί μου συμπατριώται, εκπληρώνομεν ένα παλαιόν όνειρον του τόπου μας. Να αποκτήση ο Αστακός γυμνασιακόν κτίριον, πράγμα το οποίον έλειπε από τεσσαρακονταετίας περίπου. Είχαμε φθάσει σχεδόν εις το τέλος, αλλά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος κατέστρεψε τα σχέδιά μας. Τα συναχθέντα τότε χρήματα εξηφανίσθησαν εις την γενικήν συμφοράν. Παρά ταύτα, σήμερον εκπληρώνομεν το όνειρον της ζωής μας.
Δι΄εμέ, αγαπητοί συμπατριώται, η ημέρα αυτή είναι περίλαμπρος και δ΄ένα ακόμη λόγον, τον οποίον, καίτι προσωπικόν, θα μοι επιτρέψητε να τον αναφέρω εις την γενικήν χαράν. Σήμερον την πρωίαν ήλθεν εις το δωμάτιόν μου ο αδελφόςμ ου ο Επαμεινώνδας και συνεφιλιώθημεν. Ιδού είναι δίπλα μου και μεταξύ υμών».
Κάθησε κάτω σκεπασμένος από χαρά δάκρυα και χειροκροτήματα.
Βγήκα έξω στο μώλο. Πήρα άκρη την αποβάθρα διαβάζοντας τα ονόματα των βαρκών. Σοφία, Αγάπη, Ελένη, Άγιος Νικόλαος, Αστραπή, Ιθάκη. Έφτασα στο κεφαλάρι του μώλου με το φανάρι της εισόδου στο λιμάνι. Γύρω μου έπαιζαν με φωνές μεγάλες τα παιδιά. Άναψα τσιγάρο. Κοίταξα κατά το χωριό. Το αγκάλιασα μέσα στο βλέμμα μου. Δίπλα στην εκκλησία, στιλπνό άσπρο, δίπατο, άνετο, ορθωνότανε το κτίριο του Γυμνασίου.
«Χρυσοίς γράμμασι, δημοτική αποφάσει και πανδήμω εγκρίσει, γέγραπτο επί της μετώπης του κτιρίου»: ΚΑΡΑΜΟΥΖΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ.
Αναδημοσίευση από:
Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου, Aetolia Acarnania tempus.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Η ΒΕΛΟΥΤΣΑ ΝΕWS θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών.
Όλα τα σχόλια θα εμφανίζονται μετά την έγκρισή τους από τους διαχειριστές του ιστολογίου.
Σχόλια υβριστικά, συκοφαντικά, ειρωνικά, υποτιμητικά, μειωτικά και απαξιωτικά ή σχόλια χυδαία, σεξιστικά, ρατσιστικά και θρησκευτικού μίσους, σχόλια με μηνύματα που δεν καταλαβαίνουμε, ονομαστικές αναφορές σε απλούς πολίτες και προβοκατόρικα ή σχόλια που δεν έχουν σχέση με τη παραπάνω ανάρτηση, ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.
Τα σχόλια και τα κείμενα των αναγνωστών εκφράζουν τους ίδιους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.
Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να διατυπώνουν τα σχόλια τους με κόσμιο τρόπο για να δημοσιευτούν.
Εάν παρόλα αυτά κάποιος θεωρεί ότι θίγεται από ανάρτηση ή σχόλιο στο Blog, καλείται να επικοινωνήσει μαζί μας μέσω του e-mail veloutsaxiromerou@gmail.com προς αποκατάσταση.